χαράδριον

χαράδριον
(I)
και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α [χαράδρα]
υποκορ. τού χαράδρα.
————————
(II)
τὸ, Μ
βλ. χαλάδριον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαράδριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριόν — χαραδριός bird masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρίου — χαράδριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρίῳ — χαράδριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράδρια — χαράδριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… …   Dictionary of Greek

  • χαράδρειον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαράδριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”